- βουτυροποιός
- οο βουτυροκόμος, ο βουτυράς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βουτυροποιός — ο ο βουτυροκόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βούτυρο (ν) + ποιός < ποιώ ( έω) (πρβλ. αλλαντοποιός, ζυθοποιός, οινοποιός κ.ά.). Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Βυζαντίου Σκαρλάτου] … Dictionary of Greek
βουτυροποιείο — το το βουτυροκομείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βουτυροποιός (πρβλ. αλλαντοποιείο, ζυθοποιείο, οινοποιείο κ.ά.). Η λ. βουτυροποιείον μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Βυζαντίου Σκαρλάτου] … Dictionary of Greek
βουτυράς — ο 1. ο βουτυροποιός. 2. ο βουτυροπώλης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βουτυροκόμος — ο ο βουτυροποιός, ο βουτυράς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)